- καρτέλ
- Σύμπραξη ανάμεσα σε επαγγελματικές, συνδικαλιστικές ή πολιτικές ομάδες με σκοπό την κοινή δράση. Η συνεννόηση αυτή μπορεί να γίνει είτε με τον καθορισμό των κατώτερων τιμών στις οποίες θα πωλούν διάφορα προϊόντα είτε με τον περιορισμό της ποσότητας του προϊόντος που θα μπορεί να πουλήσει καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές είτε ακόμα με την αναδιανομή των αγορών. Οι τρόποι εφαρμογής του κ. ποικίλλουν από την απλή προφορική συμφωνία παραγωγών, που φαινομενικά είναι ανεξάρτητοι, έως τη δημιουργία συντονιστικών γραφείων.
Η συνεννόηση γίνεται μόνο μεταξύ επιχειρήσεων που, επειδή ο αριθμός τους είναι μικρός και κατέχουν η καθεμία σημαντικό μέρος της συνολικής παραγωγής, δεν εργάζονται με συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού αλλά μέσα σε κλίμα ολιγοπωλίου. Κάθε επιχείρηση λοιπόν μπορεί, με τις ενέργειές της, να επηρεάσει το επίπεδο των τιμών και τη θέση των άλλων επιχειρήσεων στην αγορά. Συνεπώς, οι επιχειρηματίες βρίσκονται ουσιαστικά αντιμέτωποι με την επιλογή ενός ανταγωνισμού, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις ενδέχεται να αποβεί καταστρεπτικός (όπως όταν το κόστος επηρεάζεται πολύ από την απόσβεση των παγίων εγκαταστάσεων, των οποίων δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί όλη η παραγωγική ικανότητα), ή μιας συμφωνίας που αποβλέπει στον καθορισμό τιμών και παραγόμενων ποσοτήτων με ανάλογο τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο εργάζεται το μονοπώλιο. Εξασφαλίζονται έτσι μεγαλύτερα κέρδη σε όλα τα μέλη του κ., ενώ ειδικότερα σε εκείνα που εργάζονται με πολύ υψηλό κόστος και αντιοικονομικούς όρους η βεβαιότητα πως δεν θα καταστραφούν.
Γι’ αυτό τον λόγο οι τιμές που καθορίζονται από το κ. είναι πάντα υψηλότερες από εκείνες που θα διαμορφώνονταν αν λειτουργούσε κανονικά ο ελεύθερος ανταγωνισμός. Συγχρόνως όμως είναι συνήθως κατώτερες από τις τιμές του αληθινού μονοπωλίου, εφόσον ο πιθανός ανταγωνισμός νέων παραγωγών, όπως και η διάθεση απειθαρχίας κάποιου μέλους του κ., μπορεί να ενεργήσει ως τροχοπέδη στην υπερβολική άνοδο των τιμών.
Στο παρελθόν οι δημόσιες υπηρεσίες –εξαιτίας ειδικών καταστάσεων (π.χ. περιόδων κρίσης και εκτεταμένης μη εκμετάλλευσης παραγωγικών εγκαταστάσεων) ή με την επίδραση ορισμένων ιδεολογικών ρευμάτων (π.χ. του συντεχνιακού κράτους)– ανέχτηκαν και μάλιστα ενθάρρυναν και κατέστησαν υποχρεωτική τη συγκρότηση κ. σε ορισμένες χώρες.
Η κατανόηση όμως των επιβλαβών οικονομικών συνεπειών που προέρχονται από τα κ. συνετέλεσε στο να μεταβληθεί ριζικά η στάση των κυβερνήσεων σε αυτό το ζήτημα. Αποδείχθηκε πράγματι ότι το κ. είναι πάντα αντίθετο όχι μόνο με τα συμφέροντα των καταναλωτών (αφού διατηρεί ψηλά τις τιμές και περιορίζει την παραγωγή) αλλά και με το γενικότερο συμφέρον της εθνικής οικονομίας, εφόσον, ευθυγραμμίζοντας όλες τις επιχειρήσεις ενός κλάδου με εκείνες που έχουν τη χειρότερη οργάνωση, έχει συνέπεια την επιβράδυνση της οικονομικής και τεχνικής προόδου. Σήμερα έχουν τεθεί νομικά εμπόδια στη δημιουργία νέων κ., ωστόσο ορισμένα διατηρούνται, ιδιαίτερα στις βιομηχανίες πετρελαίου και στο εμπόριο διαμαντιών.
* * *το1. μορφή μονοπωλιακής οργάνωσης κατά την οποία ομοειδείς ή συμπληρωματικής παραγωγής επιχειρήσεις συνασπίζονται με τη σύσταση κοινού κεντρικού φορέα για τη λήψη αποφάσεων, διατηρώντας όμως τη χρηματοπιστωτική τους αυτοτέλεια η καθεμιά, με σκοπό τη διατήρηση τών τιμών σε υψηλά επίπεδα ή τον έλεγχο τής αγοράς2. σύμπραξη μεταξύ επαγγελματικών, συνδικαλιστικών ή πολιτικών ομάδων για την ανάληψη κοινής δράσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartello «μικρή κάρτα» < λατ. carta].
Dictionary of Greek. 2013.